Η ΡΕΤΣΙΝΑ έχει µια παράδοση 3500 ετών και, όπως συµβαίνει µε πολλά από τα πράγµατα που απολαµβάνουµε στη σύγχρονη εποχή, είναι ένα προϊόν που ανακαλύφθηκε τυχαία. Στην αρχαία Ελλάδα, όταν η οινοποίηση και η φύλαξη του κρασιού γίνονταν µέσα σε µεγάλα πήλινα δοχεία, τους αµφορείς, το οξυγόνο περνούσε εύκολα µέσα από την πορώδη επιφάνεια µε αποτέλεσµα να προκαλείται οξείδωση. Για να προστατευτεί το κρασί, µία από τις λύσεις ήταν η επικάλυψη του στοµίου αλλά και του εσωτερικού του δοχείου µε ρετσίνι από τα πεύκα που γειτνίαζαν µε τους αµπελώνες.
Αυτή η επαφή όµως του ρετσινιού µε τον µούστο που ζύµωνε, πρόσθετε στο κρασί κάτι από τη φρεσκάδα του πεύκου, δηµιουργώντας έναν χαρακτήρα που γρήγορα έγινε πολύ δηµοφιλής. Γεννήθηκε έτσι µια νέα κατηγορία κρασιών, οι ρητινίτες οίνοι, οι οποίοι, εκτός από τα όρια του ελλαδικού χώρου, κατά την περίοδο της αρχαιότητας απαντούν και σε πολλά ακόµα µέρη της Μεσογείου. Στην κοιλάδα του Πάδου, στη βόρεια Ιταλία, ή στις ακτές της νότιας Γαλλίας µαρτυρίες αναφέρουν την παραγωγή ρητινίτη οίνου, ο οποίος µάλιστα συχνά είναι και ακριβότερος, ως πιο
εκλεκτός από τους υπόλοιπους. Παράλληλα, οι αναφορές σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία κρασιού είναι πολλές. Στο Περί Οσµών ο φιλόσοφος Θεόφραστος εκφράζει την «αδυναµία» του στη ρετσίνα αναφέροντας πόσο ταιριαστό είναι το πάντρεµα των δύο αγροτικών προϊόντων, της ρητίνης και του σταφυλιού, τονίζοντας, µάλιστα, ότι η καλύτερη ρητίνη προέρχεται από το πεύκο Pinus Halepensis (Πεύκη η Χαλέπιος), ενώ ο Πλίνιος περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο µε τον οποίο παρασκευάζεται ένας ρητινίτης οίνος.