Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΕΤΣΙΝΑΣ

Η ΡΕΤΣΙΝΑ έχει µια παράδοση 3500 ετών και, όπως συµβαίνει µε πολλά από τα πράγµατα που απολαµβάνουµε στη σύγχρονη εποχή, είναι ένα προϊόν που ανακαλύφθηκε τυχαία. Στην αρχαία Ελλάδα, όταν η οινοποίηση και η φύλαξη του κρασιού γίνονταν µέσα σε µεγάλα πήλινα δοχεία, τους αµφορείς, το οξυγόνο περνούσε εύκολα µέσα από την πορώδη επιφάνεια µε αποτέλεσµα να προκαλείται οξείδωση. Για να προστατευτεί το κρασί, µία από τις λύσεις ήταν η επικάλυψη του στοµίου αλλά και του εσωτερικού του δοχείου µε ρετσίνι από τα πεύκα που γειτνίαζαν µε τους αµπελώνες.

Αυτή η επαφή όµως του ρετσινιού µε τον µούστο που ζύµωνε, πρόσθετε στο κρασί κάτι από τη φρεσκάδα του πεύκου, δηµιουργώντας έναν χαρακτήρα που γρήγορα έγινε πολύ δηµοφιλής. Γεννήθηκε έτσι µια νέα κατηγορία κρασιών, οι ρητινίτες οίνοι, οι οποίοι, εκτός από τα όρια του ελλαδικού χώρου, κατά την περίοδο της αρχαιότητας απαντούν και σε πολλά ακόµα µέρη της Μεσογείου. Στην κοιλάδα του Πάδου, στη βόρεια Ιταλία, ή στις ακτές της νότιας Γαλλίας µαρτυρίες αναφέρουν την παραγωγή ρητινίτη οίνου, ο οποίος µάλιστα συχνά είναι και ακριβότερος, ως πιο

εκλεκτός από τους υπόλοιπους. Παράλληλα, οι αναφορές σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία κρασιού είναι πολλές. Στο Περί Οσµών ο φιλόσοφος Θεόφραστος εκφράζει την «αδυναµία» του στη ρετσίνα αναφέροντας πόσο ταιριαστό είναι το πάντρεµα των δύο αγροτικών προϊόντων, της ρητίνης και του σταφυλιού, τονίζοντας, µάλιστα, ότι η καλύτερη ρητίνη προέρχεται από το πεύκο Pinus Halepensis (Πεύκη η Χαλέπιος), ενώ ο Πλίνιος περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο µε τον οποίο παρασκευάζεται ένας ρητινίτης οίνος.

Ωστόσο, µε την πάροδο του χρόνου η παραγωγή της ρετσίνας περιορίζεται στην κεντρική Ελλάδα, όπου παραµένει µέχρι τη σύγχρονη εποχή ως ο κύριος τύπος κρασιού µιας περιοχής που έχει ως επίκεντρο την Αττική. Από εκεί, η ρετσίνα θα εξαπλωθεί ξανά στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου. Η εµφιάλωση της ρετσίνας για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’50 δίνει νέα ώθηση στην παραγωγή της, ενώ η τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας που ακολούθησε κατά την επόµενη δεκαετία

κάνει γνωστή τη ρετσίνα σε όλο τον κόσµο. Την ίδια περίοδο, ο Άγγλος ιστορικός Rex Warner γράφει στο βιβλίο του “Views of Attica and its surroundings” ότι «το ρετσίνι, που δίνει το όνοµά του και την ιδιάζουσα γεύση του στο κρασί, είναι µια ουσία που του ενσταλάζει κάτι από τη διαύγεια και τη λάµψη της φωτεινής ατµόσφαιρας γύρω από τα ορεινά πευκοδάση». Στο εξωτερικό, η ρετσίνα έχει ήδη γίνει συνώνυµο του ελληνικού κρασιού.

Εκείνη την εποχή ξεκίνησαν και οι πρώτες προσπάθειες για την προστασία αυτού του παραδοσιακού ελληνικού προϊόντος. Στην αρχή µέσω διακρατικών συµφωνιών και στη συνέχεια στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, κυρίως χάρη στις προσπάθειες της «σιδηράς κυρίας» του ελληνικού κρασιού, της Σταυρούλας Κουράκου-Δραγώνα, η ρετσίνα αναγνωρίζεται ως µοναδικό ελληνικό προϊόν και προστατεύεται ως «Ονοµασία κατά Παράδοση».

Δυστυχώς, όµως η ρετσίνα έχει ήδη χάσει την αίγλη της. Κακές πρακτικές οινοποίησης, κατά τις οποίες το ρετσίνι χρησιµοποιούνταν για να καλύψει ελαττώµατα κρασιών χαµηλής ποιότητας, δηµιούργησαν µια άσχηµη φήµη για ολόκληρη την κατηγορία αυτού του παραδοσιακού κρασιού. Η παραγωγή της

ρετσίνας µειώνεται συνεχώς, ενώ η κατανάλωση στρέφεται προς την κατεύθυνση των «νέων» κρασιών, από ποικιλίες εισαγόµενες και από τα µικρά κτήµατα και οινοποιεία που αρχίζουν να κάνουν την εµφάνισή τους µετά τη δεκαετία του ’70. Ο κόσµος αρχίζει να στρέφει την πλάτη του στο παραδοσιακό µας κρασί, ενώ

οι περισσότεροι παραγωγοί προσπαθούν να αποτινάξουν από πάνω τους τη «ρετσινιά» της ρετσίνας. Ελάχιστοι είναι αυτοί που θα παραµείνουν πιστοί και ακόµα λιγότεροι όσοι θα πιστέψουν στην ποιοτική αναγέννηση της ρετσίνας, η οποία όµως δεν θα αργήσει να έρθει.